Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπόριμος
σπόρος
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
σπυρίδιον
σπυρίς
Σταγειρείτης
Στάγειρος
View word page
σπουδαστέος
σπουδαστέος σπουδαστέος, η, ον, verb. adj. of σπουδάζω to be sought for zealously, Xen. σπουδαστέον, one must bestir oneself, be earnest or anxious, Eur., etc.

ShortDef

to be sought for zealously

Debugging

Headword:
σπουδαστέος
Headword (normalized):
σπουδαστέος
Headword (normalized/stripped):
σπουδαστεος
IDX:
30059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30093
Key:
spoudaste/os

Data

{'content': 'σπουδαστέος\n σπουδαστέος, η, ον,\n verb. adj. of σπουδάζω\n to be sought for zealously, Xen.\n σπουδαστέον, one must bestir oneself, be earnest or anxious, Eur., etc.', 'key': 'spoudaste/os'}