Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπορητός
σπόριμος
σπόρος
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
σπυρίδιον
σπυρίς
Σταγειρείτης
View word page
σπούδασμα
σπούδασμα σπούδασμα, ατος, τό, σπουδάζω a thing or work done with zeal, a pursuit, Plat.

ShortDef

a thing

Debugging

Headword:
σπούδασμα
Headword (normalized):
σπούδασμα
Headword (normalized/stripped):
σπουδασμα
IDX:
30058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30092
Key:
spou/dasma

Data

{'content': 'σπούδασμα\n σπούδασμα, ατος, τό,\n σπουδάζω\n a thing or work done with zeal, a pursuit, Plat.', 'key': 'spou/dasma'}