Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σποράς
σπορητός
σπόριμος
σπόρος
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
σπυρίδιον
σπυρίς
View word page
σπουδαρχίδης
σπουδαρχίδης σπουδαρχίδης, ου, ὁ, from σπουδάρχης comic Patronymic of σπουδάρχης, son of placeman, Ar.
ShortDef
son of placeman
Debugging
Headword:
σπουδαρχίδης
Headword (normalized):
σπουδαρχίδης
Headword (normalized/stripped):
σπουδαρχιδης
IDX:
30057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30091
Key:
spoudarxi/dhs
Data
{'content': 'σπουδαρχίδης\n σπουδαρχίδης, ου, ὁ,\n from σπουδάρχης\n comic Patronymic of σπουδάρχης, son of placeman, Ar.', 'key': 'spoudarxi/dhs'}