Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνοχή
ἀνοχμάζω
ἀνσχετός
View word page
ἀνόστεος
ἀνόστεος ὄστεον boneless, of the polypus, Hes.

ShortDef

boneless

Debugging

Headword:
ἀνόστεος
Headword (normalized):
ἀνόστεος
Headword (normalized/stripped):
ανοστεος
IDX:
3008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3009
Key:
a)no/steos

Data

{'content': 'ἀνόστεος\n ὄστεον\n boneless, of the polypus, Hes.', 'key': 'a)no/steos'}