Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σποραῖος
σπορά
σποράς
σπορητός
σπόριμος
σπόρος
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σποῦ
σπυράς
View word page
σπουδαρχία
σπουδαρχία from σπουδάρχης σπουδαρχία, ἡ, canvassing for office, Lat. ambitus, Plut.

ShortDef

canvassing for office

Debugging

Headword:
σπουδαρχία
Headword (normalized):
σπουδαρχία
Headword (normalized/stripped):
σπουδαρχια
IDX:
30055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30089
Key:
spoudarxi/a

Data

{'content': 'σπουδαρχία\n from σπουδάρχης\n σπουδαρχία, ἡ,\n canvassing for office, Lat. ambitus, Plut.', 'key': 'spoudarxi/a'}