σποράς
σποράς
σποράς, άδος,
σπείρω
mostly in pl. scattered, dispersed, Hdt., Thuc.; of men, σποράδες ᾤκουν, i. e. not in communities, Arist.; αἱ Σποράδες (sc. νῆσοι) the islands off the west coast of Asia Minor, opp. to αἱ Κυκλάδες, Strab.