Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδεῖος
σπονδή
σπονδῖτις
σπονδοφόρος
σποράδην
σποραδικός
σποραῖος
σπορά
σποράς
σπορητός
σπόριμος
σπόρος
σπουδάζω
σπουδαιολογέω
σπουδαῖος
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
View word page
σποράς
σποράς σποράς, άδος, σπείρω mostly in pl. scattered, dispersed, Hdt., Thuc.; of men, σποράδες ᾤκουν, i. e. not in communities, Arist.; αἱ Σποράδες (sc. νῆσοι) the islands off the west coast of Asia Minor, opp. to αἱ Κυκλάδες, Strab.

ShortDef

scattered, dispersed

Debugging

Headword:
σποράς
Headword (normalized):
σποράς
Headword (normalized/stripped):
σπορας
IDX:
30047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30081
Key:
spora/s

Data

{'content': 'σποράς\n σποράς, άδος,\n σπείρω\n mostly in pl. scattered, dispersed, Hdt., Thuc.; of men, σποράδες ᾤκουν, i. e. not in communities, Arist.; αἱ Σποράδες (sc. νῆσοι) the islands off the west coast of Asia Minor, opp. to αἱ Κυκλάδες, Strab.', 'key': 'spora/s'}