Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σποδεύνης
σποδέω
σποδιά
σποδίζω
σποδόομαι
σποδός
σπολάς
σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδεῖος
σπονδή
σπονδῖτις
σπονδοφόρος
σποράδην
σποραδικός
σποραῖος
σπορά
σποράς
σπορητός
σπόριμος
σπόρος
View word page
σπονδή
σπονδή σπονδή, ἡ, σπένδω a drink-offering, i. e. the wine poured out to the gods before drinking, Lat. libatio, Hes., Hdt.; σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν Aesch., Eur. in pl., σπονδαί was a solemn treaty or truce, (because solemn drink-offerings were made on concluding them); σπονδαὶ ἄκρητοι the truce made by pouring unmixed wine, Il.; αἱ Λακεδαιμονίων σπ. the truce with them. Thuc.; σπονδὰς παραδιδόναι Ar.; δέχεσθαι Thuc.; τυχεῖν Xen.; σπ. ποιεῖσθαί τινι to make a truce with one, Hdt.; πρός τινα Ar.; σπ. τέμνειν (like ὅρκια τέμνειν) Eur.; σπ. ἄγειν πρός τινας Thuc. αἱ Ὀλυμπικαὶ σπ. the solemn truce or armistice during the Olympic games, Thuc. the treaty itself, εἴρηται ἐν ταῖς σπ. Thuc.

ShortDef

drink-offering; (pl.) truce, treaty

Debugging

Headword:
σπονδή
Headword (normalized):
σπονδή
Headword (normalized/stripped):
σπονδη
IDX:
30040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30074
Key:
spondh/

Data

{'content': 'σπονδή\n σπονδή, ἡ,\n σπένδω\n a drink-offering, i. e. the wine poured out to the gods before drinking, Lat. libatio, Hes., Hdt.; σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν Aesch., Eur.\n in pl., σπονδαί was a solemn treaty or truce, (because solemn drink-offerings were made on concluding them); σπονδαὶ ἄκρητοι the truce made by pouring unmixed wine, Il.; αἱ Λακεδαιμονίων σπ. the truce with them. Thuc.; σπονδὰς παραδιδόναι Ar.; δέχεσθαι Thuc.; τυχεῖν Xen.; σπ. ποιεῖσθαί τινι to make a truce with one, Hdt.; πρός τινα Ar.; σπ. τέμνειν (like ὅρκια τέμνειν) Eur.; σπ. ἄγειν πρός τινας Thuc.\n αἱ Ὀλυμπικαὶ σπ. the solemn truce or armistice during the Olympic games, Thuc.\n the treaty itself, εἴρηται ἐν ταῖς σπ. Thuc.', 'key': 'spondh/'}