Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνοτοτύζω
ἀνούατος
ἀνούτατος
View word page
ἀνορχέομαι
ἀνορχέομαι Dep. to leap up and dance, Eur.

ShortDef

to leap up and dance

Debugging

Headword:
ἀνορχέομαι
Headword (normalized):
ἀνορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανορχεομαι
IDX:
3004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3005
Key:
a)norxe/omai

Data

{'content': 'ἀνορχέομαι\n Dep. to leap up and dance, Eur.', 'key': 'a)norxe/omai'}