Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπερμαίνω
σπέρμα
σπερμολογία
σπερμολόγος
σπερμοφόρος
Σπερχειός
σπερχνός
σπέρχω
σπεύδω
σπήλαιον
σπηλαιώδης
σπιδής
σπιθαμή
σπιλαδώδης
σπιλάς
σπίλος
σπιλόω
σπινθαρίς
σπινθήρ
σπίνος
σπλαγχνεύω
View word page
σπηλαιώδης
σπηλαιώδης σπηλαι-ώδης, ες εἶδος cavern-like, Plat.

ShortDef

cavern-like

Debugging

Headword:
σπηλαιώδης
Headword (normalized):
σπηλαιώδης
Headword (normalized/stripped):
σπηλαιωδης
IDX:
30012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30046
Key:
sphlaiw/dhs

Data

{'content': 'σπηλαιώδης\n σπηλαι-ώδης, ες\n εἶδος\n cavern-like, Plat.', 'key': 'sphlaiw/dhs'}