Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σπειροῦχος
σπείρω
σπεκουλάτωρ
σπένδω
σπέος
σπερμαίνω
σπέρμα
σπερμολογία
σπερμολόγος
σπερμοφόρος
Σπερχειός
σπερχνός
σπέρχω
σπεύδω
σπήλαιον
σπηλαιώδης
σπιδής
σπιθαμή
σπιλαδώδης
σπιλάς
σπίλος
View word page
Σπερχειός
Σπερχειός Σπερχειός, οῦ, ὁ, the Spercheius, i. e. rapid (from σπέρχω, a river of Thessaly, Il.
ShortDef
the Spercheius
Debugging
Headword:
Σπερχειός
Headword (normalized):
σπερχειός
Headword (normalized/stripped):
σπερχειος
IDX:
30007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30041
Key:
*sperxeio/s
Data
{'content': 'Σπερχειός\n Σπερχειός, οῦ, ὁ,\n the Spercheius, i. e. rapid (from σπέρχω, a river of Thessaly, Il.', 'key': '*sperxeio/s'}