Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπεῖρον
σπειροῦχος
σπείρω
σπεκουλάτωρ
σπένδω
σπέος
σπερμαίνω
σπέρμα
σπερμολογία
σπερμολόγος
σπερμοφόρος
Σπερχειός
σπερχνός
σπέρχω
σπεύδω
σπήλαιον
σπηλαιώδης
σπιδής
σπιθαμή
σπιλαδώδης
σπιλάς
View word page
σπερμοφόρος
σπερμοφόρος σπερμο-φόρος, ον, φέρω bearing seed, Anth.

ShortDef

bearing seed

Debugging

Headword:
σπερμοφόρος
Headword (normalized):
σπερμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σπερμοφορος
IDX:
30006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30040
Key:
spermofo/ros

Data

{'content': 'σπερμοφόρος\n σπερμο-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing seed, Anth.', 'key': 'spermofo/ros'}