Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
View word page
ἀνόροφος
ἀνόροφος roofless, Eur.

ShortDef

roofless

Debugging

Headword:
ἀνόροφος
Headword (normalized):
ἀνόροφος
Headword (normalized/stripped):
ανοροφος
IDX:
3001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3002
Key:
a)no/rofos

Data

{'content': 'ἀνόροφος\n roofless, Eur.', 'key': 'a)no/rofos'}