Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σπάρτη
σπάρτη
Σπαρτιάτης
Σπαρτιᾶτις
σπαρτίον
σπάρτον
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτοφόρος
σπάσμα
σπασμός
σπαταλάω
σπατάλη
σπατίλη
σπάω
σπεῖος
σπείραμα
σπειράομαι
σπεῖρα
σπειρηδόν
σπειρίον
View word page
σπασμός
σπασμός σπασμός, οῦ, ὁ, σπάω a convulsion, spasm, Hdt., Soph.

ShortDef

a convulsion, spasm

Debugging

Headword:
σπασμός
Headword (normalized):
σπασμός
Headword (normalized/stripped):
σπασμος
IDX:
29985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30019
Key:
spasmo/s

Data

{'content': 'σπασμός\n σπασμός, οῦ, ὁ,\n σπάω\n a convulsion, spasm, Hdt., Soph.', 'key': 'spasmo/s'}