Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπαργανόω
σπαργάω
σπάργω
σπαρνός
Σπαρτάκειος
Σπάρτηθεν
Σπάρτηνδε
Σπάρτη
σπάρτη
Σπαρτιάτης
Σπαρτιᾶτις
σπαρτίον
σπάρτον
σπαρτός
σπάρτος
σπαρτοφόρος
σπάσμα
σπασμός
σπαταλάω
σπατάλη
σπατίλη
View word page
Σπαρτιᾶτις
Σπαρτιᾶτις , ιδος, (sub. γυνή) a Spartan woman, Eur., etc.; (sub. χώρα) Laconia, Plut.; also as adj., Σπ. γυνή, χθών, γῆ Eur.

ShortDef

a Spartan woman

Debugging

Headword:
Σπαρτιᾶτις
Headword (normalized):
σπαρτιᾶτις
Headword (normalized/stripped):
σπαρτιατις
IDX:
29978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30012
Key:
spartia=tis

Data

{'content': 'Σπαρτιᾶτις\n , ιδος,\n (sub. γυνή) a Spartan woman, Eur., etc.; (sub. χώρα) Laconia, Plut.; also as adj., Σπ. γυνή, χθών, γῆ Eur.', 'key': 'spartia=tis'}