Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
View word page
ἀνορούω
ἀνορούω to start up, leap up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went swiftly up the sky, Od.; ἀνορούσαις (Doric part. aor1) Pind.
ShortDef
to start up, leap up
Debugging
Headword:
ἀνορούω
Headword (normalized):
ἀνορούω
Headword (normalized/stripped):
ανορουω
IDX:
3000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3001
Key:
a)norou/w
Data
{'content': 'ἀνορούω\n to start up, leap up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went swiftly up the sky, Od.; ἀνορούσαις (Doric part. aor1) Pind.', 'key': 'a)norou/w'}