Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπανιστός
σπανοσιτία
σπάραγμα
σπαραγμός
σπαράσσω
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάω
σπάργω
σπαρνός
Σπαρτάκειος
Σπάρτηθεν
Σπάρτηνδε
Σπάρτη
σπάρτη
Σπαρτιάτης
Σπαρτιᾶτις
σπαρτίον
σπάρτον
σπαρτός
View word page
σπαρνός
σπαρνός σπαρνός, ή, όν poetic for σπανός, σπάνιος, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπαρνός
Headword (normalized):
σπαρνός
Headword (normalized/stripped):
σπαρνος
IDX:
29971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30005
Key:
sparno/s

Data

{'content': 'σπαρνός\n σπαρνός, ή, όν\n poetic for σπανός, σπάνιος, Aesch.', 'key': 'sparno/s'}