Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπάκα
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστός
σπανοσιτία
σπάραγμα
σπαραγμός
σπαράσσω
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάω
σπάργω
σπαρνός
Σπαρτάκειος
Σπάρτηθεν
Σπάρτηνδε
Σπάρτη
σπάρτη
View word page
σπαργανιώτης
σπαργανιώτης σπαργᾰνιώτης, ου, ὁ, a child in swaddling-clothes, Hhymn. from σπάργᾰνον

ShortDef

a child in swaddling-clothes

Debugging

Headword:
σπαργανιώτης
Headword (normalized):
σπαργανιώτης
Headword (normalized/stripped):
σπαργανιωτης
IDX:
29966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30000
Key:
sparganiw/ths

Data

{'content': 'σπαργανιώτης\n σπαργᾰνιώτης, ου, ὁ,\n a child in swaddling-clothes, Hhymn.\n from σπάργᾰνον', 'key': 'sparganiw/ths'}