Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
View word page
ἀνόρνυμι
ἀνόρνυμι to rouse, stir up, Pind.:—Pass., Epic aor2 ἀνῶρτο, to start up, Hom.

ShortDef

to rouse, stir up

Debugging

Headword:
ἀνόρνυμι
Headword (normalized):
ἀνόρνυμι
Headword (normalized/stripped):
ανορνυμι
IDX:
2999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3000
Key:
a)no/rnumi

Data

{'content': 'ἀνόρνυμι\n to rouse, stir up, Pind.:—Pass., Epic aor2 ἀνῶρτο, to start up, Hom.', 'key': 'a)no/rnumi'}