Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
ἀγυρμός
ἀγυρτάζω
View word page
ἀγρώσσω
ἀγρώσσω Epic for ἀγρεύω to catch fish, Od.

ShortDef

to catch

Debugging

Headword:
ἀγρώσσω
Headword (normalized):
ἀγρώσσω
Headword (normalized/stripped):
αγρωσσω
IDX:
300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n300
Key:
a)grw/ssw

Data

{'content': 'ἀγρώσσω\n Epic for ἀγρεύω\n to catch fish, Od.', 'key': 'a)grw/ssw'}