Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σπαθίον
σπαίρω
σπάκα
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστός
σπανοσιτία
σπάραγμα
σπαραγμός
σπαράσσω
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάω
σπάργω
σπαρνός
Σπαρτάκειος
Σπάρτηθεν
Σπάρτηνδε
View word page
σπαραγμός
σπαραγμός σπᾰραγμός, οῦ, ὁ, a tearing, rending, mangling, Eur. a convulsion, spasm, Soph. from σπαράσσω
ShortDef
a tearing, rending, mangling
Debugging
Headword:
σπαραγμός
Headword (normalized):
σπαραγμός
Headword (normalized/stripped):
σπαραγμος
IDX:
29964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29998
Key:
sparagmo/s
Data
{'content': 'σπαραγμός\n σπᾰραγμός, οῦ, ὁ,\n a tearing, rending, mangling, Eur.\n a convulsion, spasm, Soph.\n from σπαράσσω', 'key': 'sparagmo/s'}