Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σπάθη
σπαθίον
σπαίρω
σπάκα
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστός
σπανοσιτία
σπάραγμα
σπαραγμός
σπαράσσω
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάω
σπάργω
σπαρνός
Σπαρτάκειος
Σπάρτηθεν
View word page
σπάραγμα
σπάραγμα σπάραγμα, ατος, τό, a piece torn off, a piece, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, Soph.; σπάραγμα κόμας Eur. = σπαραγμός, a tearing, rending, Eur.
ShortDef
a piece torn off, a piece, shred, fragment
Debugging
Headword:
σπάραγμα
Headword (normalized):
σπάραγμα
Headword (normalized/stripped):
σπαραγμα
IDX:
29963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29997
Key:
spa/ragma
Data
{'content': 'σπάραγμα\n σπάραγμα, ατος, τό,\n a piece torn off, a piece, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, Soph.; σπάραγμα κόμας Eur.\n = σπαραγμός, a tearing, rending, Eur.', 'key': 'spa/ragma'}