Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σπάδων
σπαθάω
σπάθη
σπαθίον
σπαίρω
σπάκα
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστός
σπανοσιτία
σπάραγμα
σπαραγμός
σπαράσσω
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
σπαργάω
σπάργω
σπαρνός
View word page
σπανιστός
σπανιστός σπᾰνιστός, ή, όν σπανίζω of things, scanty, Soph.

ShortDef

scanty

Debugging

Headword:
σπανιστός
Headword (normalized):
σπανιστός
Headword (normalized/stripped):
σπανιστος
IDX:
29961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29995
Key:
spanisto/s

Data

{'content': 'σπανιστός\n σπᾰνιστός, ή, όν\n σπανίζω\n of things, scanty, Soph.', 'key': 'spanisto/s'}