Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σοφός
σόω
σπαδίζω
σπάδων
σπαθάω
σπάθη
σπαθίον
σπαίρω
σπάκα
σπανίζω
σπάνιος
σπανιότης
σπάνις
σπανιστός
σπανοσιτία
σπάραγμα
σπαραγμός
σπαράσσω
σπαργανιώτης
σπάργανον
σπαργανόω
View word page
σπάνιος
σπάνιος σπάνιος (ᾰ), η, ον σπάνις rare, scarce, scanty, Hdt., Eur.; σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, Lat. difficiles aditus habere, Plat.; ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι having a scanty supply of water, Thuc.; c. inf., σπ. ἰδεῖν rare to behold, Xen.: of persons in an adv. sense, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ he seldom visits, Hdt.:— σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is seldom that . . , Xen.:— τὸ σπάνιον σπάνις, Aeschin. comp. σπανιώτερος, Hdt., Thuc.: —Sup. -ώτατος, Attic adv. -ίως, seldom, Xen.; so σπανίᾳ, Plat.: comp. -ιώτερον, Thuc.

ShortDef

rare, scarce, scanty

Debugging

Headword:
σπάνιος
Headword (normalized):
σπάνιος
Headword (normalized/stripped):
σπανιος
IDX:
29958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29992
Key:
spa/nios

Data

{'content': 'σπάνιος\n σπάνιος (ᾰ), η, ον\n σπάνις\n rare, scarce, scanty, Hdt., Eur.; σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, Lat. difficiles aditus habere, Plat.; ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι having a scanty supply of water, Thuc.; c. inf., σπ. ἰδεῖν rare to behold, Xen.: of persons in an adv. sense, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ he seldom visits, Hdt.:— σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is seldom that . . , Xen.:— τὸ σπάνιον σπάνις, Aeschin.\n comp. σπανιώτερος, Hdt., Thuc.: —Sup. -ώτατος, Attic\n adv. -ίως, seldom, Xen.; so σπανίᾳ, Plat.: comp. -ιώτερον, Thuc.', 'key': 'spa/nios'}