Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἄνοσος
ἀνόστεος
View word page
ἄνορμος
ἄνορμος without harbour: metaph., ὑμέναιον ἄν. εἰσπλεῖν to sail into a marriage that was no haven for thee, Soph.

ShortDef

without harbour

Debugging

Headword:
ἄνορμος
Headword (normalized):
ἄνορμος
Headword (normalized/stripped):
ανορμος
IDX:
2998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2999
Key:
a)/normos

Data

{'content': 'ἄνορμος\n without harbour: metaph., ὑμέναιον ἄν. εἰσπλεῖν to sail into a marriage that was no haven for thee, Soph.', 'key': 'a)/normos'}