Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σουσίς
σοῦσον
Σοῦσα
σοφία
σοφίζω
σόφισμα
σοφισμάτιον
σοφιστέος
σοφιστεύω
σοφιστής
σοφιστικός
σοφίστρια
Σοφοκλέης
σοφόνοος
σοφός
σόω
σπαδίζω
σπάδων
σπαθάω
σπάθη
σπαθίον
View word page
σοφιστικός
σοφιστικός σοφιστικός, ή, όν σοφιστής of or for a sophist, Plat. like a sophist, sophistical, Xen., etc. adv. -κῶς, Plat.

ShortDef

of or for a sophist, sophistical

Debugging

Headword:
σοφιστικός
Headword (normalized):
σοφιστικός
Headword (normalized/stripped):
σοφιστικος
IDX:
29944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29978
Key:
sofistiko/s

Data

{'content': 'σοφιστικός\n σοφιστικός, ή, όν\n σοφιστής\n of or for a sophist, Plat.\n like a sophist, sophistical, Xen., etc. adv. -κῶς, Plat.', 'key': 'sofistiko/s'}