Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
View word page
ἀνορέα
ἀνορέα Doric for ἠνορέη.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνορέα
Headword (normalized):
ἀνορέα
Headword (normalized/stripped):
ανορεα
IDX:
2996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2997
Key:
a)nore/a

Data

{'content': 'ἀνορέα\n Doric for ἠνορέη.', 'key': 'a)nore/a'}