Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἀνόσιος
View word page
ἀνόργανος
ἀνόργανος ὄργανον without instruments, Plut.

ShortDef

without instruments

Debugging

Headword:
ἀνόργανος
Headword (normalized):
ἀνόργανος
Headword (normalized/stripped):
ανοργανος
IDX:
2995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2996
Key:
a)no/rganos

Data

{'content': 'ἀνόργανος\n ὄργανον\n without instruments, Plut.', 'key': 'a)no/rganos'}