Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σμυρνοφόρος
σμύχω
σμῶδιξ
σμώχω
σοβαρός
σοβέω
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σόλοικος
σόλος
σόος
σοροπηγός
σορός
σός
σουδάριον
Σουνιάρατος
Σουνιέρακος
Σουνιεύς
Σούνιον
σοῦ
View word page
σόλος
σόλος .σόλος, ὁ, a mass or lump of iron, used in throwing, Il.; distinguished from the flat δίσκος or quoit.
ShortDef
a mass
Debugging
Headword:
σόλος
Headword (normalized):
σόλος
Headword (normalized/stripped):
σολος
IDX:
29921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29956
Key:
so/los
Data
{'content': 'σόλος\n .σόλος, ὁ,\n a mass or lump of iron, used in throwing, Il.; distinguished from the flat δίσκος or quoit.', 'key': 'so/los'}