Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σμύρνα
σμύρνα
σμυρνίζω
σμυρνοφόρος
σμύχω
σμῶδιξ
σμώχω
σοβαρός
σοβέω
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σόλοικος
σόλος
σόος
σοροπηγός
σορός
σός
σουδάριον
Σουνιάρατος
Σουνιέρακος
View word page
σολοικισμός
σολοικισμός from σολοικίζω σολοικισμός, οῦ, ὁ, incorrectness in the use of language, a solecism, Luc.

ShortDef

incorrectness in the use of language, a solecism

Debugging

Headword:
σολοικισμός
Headword (normalized):
σολοικισμός
Headword (normalized/stripped):
σολοικισμος
IDX:
29918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29953
Key:
soloikismo/s

Data

{'content': 'σολοικισμός\n from σολοικίζω\n σολοικισμός, οῦ, ὁ,\n incorrectness in the use of language, a solecism, Luc.', 'key': 'soloikismo/s'}