Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σμιλίον
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
Σμυρναῖος
σμυρναῖος
Σμύρνα
σμύρνα
σμυρνίζω
σμυρνοφόρος
σμύχω
σμῶδιξ
σμώχω
σοβαρός
σοβέω
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σόλοικος
σόλος
View word page
σμυρνοφόρος
σμυρνοφόρος σμυρνο-φόρος, ον, φέρω bearing myrrh, Strab.
ShortDef
bearing myrrh
Debugging
Headword:
σμυρνοφόρος
Headword (normalized):
σμυρνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σμυρνοφορος
IDX:
29911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29946
Key:
smurnofo/ros
Data
{'content': 'σμυρνοφόρος\n σμυρνο-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing myrrh, Strab.', 'key': 'smurnofo/ros'}