Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σμίλη
σμιλίον
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
Σμυρναῖος
σμυρναῖος
Σμύρνα
σμύρνα
σμυρνίζω
σμυρνοφόρος
σμύχω
σμῶδιξ
σμώχω
σοβαρός
σοβέω
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
σόλοικος
View word page
σμυρνίζω
σμυρνίζω σμυρνίζω, fut. -σω σμύρνα to flavour or drug with myrrh: Pass., οἶνος ἐσμυρνισμένος NTest.

ShortDef

to flavour

Debugging

Headword:
σμυρνίζω
Headword (normalized):
σμυρνίζω
Headword (normalized/stripped):
σμυρνιζω
IDX:
29910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29945
Key:
smurni/zw

Data

{'content': 'σμυρνίζω\n σμυρνίζω,\n fut. -σω\n σμύρνα\n to flavour or drug with myrrh: Pass., οἶνος ἐσμυρνισμένος NTest.', 'key': 'smurni/zw'}