Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σμιλεύω
σμίλη
σμιλίον
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
Σμυρναῖος
σμυρναῖος
Σμύρνα
σμύρνα
σμυρνίζω
σμυρνοφόρος
σμύχω
σμῶδιξ
σμώχω
σοβαρός
σοβέω
σολοικίζω
σολοικισμός
σολοικιστής
View word page
σμύρνα
σμύρνα σμύρνα, Ionic σμύρνη, ἡ, like μύρρα, myrrh, the resinous gum of an Arabian tree, used for embalming the dead, Hdt.; called σμύρνης ἱδρώς by Eur.; also used for anointing, Ar.; and a salve, Hdt. A foreign word.

ShortDef

myrrh
Smyrna

Debugging

Headword:
σμύρνα
Headword (normalized):
σμύρνα
Headword (normalized/stripped):
σμυρνα
IDX:
29909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29944
Key:
smu/rna

Data

{'content': 'σμύρνα\n σμύρνα, Ionic σμύρνη, ἡ,\n like μύρρα, myrrh, the resinous gum of an Arabian tree, used for embalming the dead, Hdt.; called σμύρνης ἱδρώς by Eur.; also used for anointing, Ar.; and a salve, Hdt.\n A foreign word.', 'key': 'smu/rna'}