Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
ἀνορύσσω
View word page
ἄνοπλος
ἄνοπλος without the ὅπλον or large shield, Hdt., Plat.

ShortDef

without the ὅπλον or large shield

Debugging

Headword:
ἄνοπλος
Headword (normalized):
ἄνοπλος
Headword (normalized/stripped):
ανοπλος
IDX:
2993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2994
Key:
a)/noplos

Data

{'content': 'ἄνοπλος\n without the ὅπλον or large shield, Hdt., Plat.', 'key': 'a)/noplos'}