Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
σμικρός
σμῖλαξ
σμῖλα
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλίον
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
Σμυρναῖος
σμυρναῖος
Σμύρνα
σμύρνα
σμυρνίζω
View word page
σμίλη
σμίλη .σμί_λη, ἡ, a knife for cutting, carving or pruning, Plat., etc.: a graving tool, chisel, Anth.
ShortDef
a knife for cutting, carving
Debugging
Headword:
σμίλη
Headword (normalized):
σμίλη
Headword (normalized/stripped):
σμιλη
IDX:
29900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29935
Key:
smi/lh
Data
{'content': 'σμίλη\n .σμί_λη, ἡ,\n a knife for cutting, carving or pruning, Plat., etc.: a graving tool, chisel, Anth.', 'key': 'smi/lh'}