Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
σμικρός
σμῖλαξ
σμῖλα
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλίον
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
Σμυρναῖος
σμυρναῖος
Σμύρνα
σμύρνα
View word page
σμιλεύω
σμιλεύω σμῑλεύω, to carve finely. from σμί_λη[LSJ supp.]
ShortDef
to carve finely
Debugging
Headword:
σμιλεύω
Headword (normalized):
σμιλεύω
Headword (normalized/stripped):
σμιλευω
IDX:
29899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29934
Key:
smileu/w
Data
{'content': 'σμιλεύω\n σμῑλεύω,\n to carve finely. \n from σμί_λη[LSJ supp.]', 'key': 'smileu/w'}