Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
σμικρός
σμῖλαξ
σμῖλα
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλίον
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
Σμυρναῖος
σμυρναῖος
Σμύρνα
View word page
σμιλευτός
σμιλευτός σμῑλευτός, ή, όν cut, carved, Anth.

ShortDef

cut, carved

Debugging

Headword:
σμιλευτός
Headword (normalized):
σμιλευτός
Headword (normalized/stripped):
σμιλευτος
IDX:
29898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29933
Key:
smileuto/s

Data

{'content': 'σμιλευτός\n σμῑλευτός, ή, όν\n cut, carved, Anth.', 'key': 'smileuto/s'}