Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
σμικρός
σμῖλαξ
σμῖλα
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
σμιλίον
Σμινθεύς
σμίνθος
σμινύη
σμυγερός
Σμυρναῖος
σμυρναῖος
View word page
σμίλευμα
σμίλευμα σμί_λευμα, ατος, τό, a piece of carved work: metaph., σμιλεύματα ἔργων finely carved works, Ar.
ShortDef
a piece of carved work
Debugging
Headword:
σμίλευμα
Headword (normalized):
σμίλευμα
Headword (normalized/stripped):
σμιλευμα
IDX:
29897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29932
Key:
smi/leuma
Data
{'content': 'σμίλευμα\n σμί_λευμα, ατος, τό,\n a piece of carved work: metaph., σμιλεύματα ἔργων finely carved works, Ar.', 'key': 'smi/leuma'}