Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορταλίζω
View word page
ἀνοπαῖα
ἀνοπαῖα either from ἀν-priv., * ὄπτομαι she flew away unseen; or = ἄνω, up into the air; or ἀν’ ὀπαῖα ( = ἀνὰ ὀπήν) up by the smoke-vent, Od.:—others write ἀνόπαια, ἡ, a kind of eagle.

ShortDef

unseen

Debugging

Headword:
ἀνοπαῖα
Headword (normalized):
ἀνοπαῖα
Headword (normalized/stripped):
ανοπαια
IDX:
2992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2993
Key:
a)nopai=a

Data

{'content': 'ἀνοπαῖα\n either from ἀν-priv., * ὄπτομαι she flew away unseen; or = ἄνω, up into the air; or ἀν’ ὀπαῖα ( = ἀνὰ ὀπήν) up by the smoke-vent, Od.:—others write ἀνόπαια, ἡ, a kind of eagle.', 'key': 'a)nopai=a'}