Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
σμικρός
σμῖλαξ
σμῖλα
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
σμίλη
View word page
σμῆγμα
σμῆγμα σμῆγμα, ατος, τό, σμήχω soap or unguent, Plut.

ShortDef

soap

Debugging

Headword:
σμῆγμα
Headword (normalized):
σμῆγμα
Headword (normalized/stripped):
σμηγμα
IDX:
29890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29925
Key:
smh=gma

Data

{'content': 'σμῆγμα\n σμῆγμα, ατος, τό,\n σμήχω\n soap or unguent, Plut.', 'key': 'smh=gma'}