Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
σμικρός
σμῖλαξ
σμῖλα
σμίλευμα
σμιλευτός
σμιλεύω
View word page
σμερδνός
σμερδνός σμερδνός, ή, όν = σμερδάλεος Il., Aesch.:—as adv., σμερδνόν Il.

ShortDef

terrible to look on, fearful, aweful, direful

Debugging

Headword:
σμερδνός
Headword (normalized):
σμερδνός
Headword (normalized/stripped):
σμερδνος
IDX:
29889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29924
Key:
smerdno/s

Data

{'content': 'σμερδνός\n σμερδνός, ή, όν\n = σμερδάλεος\n Il., Aesch.:—as adv., σμερδνόν Il.', 'key': 'smerdno/s'}