Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
σμικρός
σμῖλαξ
σμῖλα
σμίλευμα
View word page
σμάω
σμάω to wipe or cleanse with soap or unguent; (but the Act. is mostly found in compds. δια-, ἐκ-, ἐπι-σμάω) : — Mid., σμᾶσθαι τὴν κεφαλήν to wash or anoint oneʼs head, Hdt.

ShortDef

to wipe

Debugging

Headword:
σμάω
Headword (normalized):
σμάω
Headword (normalized/stripped):
σμαω
IDX:
29887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29922
Key:
sma/w

Data

{'content': 'σμάω\n \n to wipe or cleanse with soap or unguent; (but the Act. is mostly found in compds. δια-, ἐκ-, ἐπι-σμάω) : — Mid., σμᾶσθαι τὴν κεφαλήν to wash or anoint oneʼs head, Hdt.', 'key': 'sma/w'}