Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
σμικρός
σμῖλαξ
σμῖλα
View word page
σμαραγέω
σμαραγέω σμᾰρᾰγέω, fut. -ήσω to crash, as thunder, Il.; of the sea, to roar, Il.; of cranes, to scream, Il. Formed from the sound.

ShortDef

to crash

Debugging

Headword:
σμαραγέω
Headword (normalized):
σμαραγέω
Headword (normalized/stripped):
σμαραγεω
IDX:
29886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29921
Key:
smarage/w

Data

{'content': 'σμαραγέω\n σμᾰρᾰγέω,\n fut. -ήσω\n to crash, as thunder, Il.; of the sea, to roar, Il.; of cranes, to scream, Il.\n Formed from the sound.', 'key': 'smarage/w'}