Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
σμήχω
View word page
σκώψ
σκώψ σκώπτω a small kind of owl, Od., Theocr.
ShortDef
owl
Debugging
Headword:
σκώψ
Headword (normalized):
σκώψ
Headword (normalized/stripped):
σκωψ
IDX:
29883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29918
Key:
skw/y
Data
{'content': 'σκώψ\n σκώπτω\n a small kind of owl, Od., Theocr.', 'key': 'skw/y'}