Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
σμηνοδόκος
σμῆνος
View word page
σκῶρ
σκῶρ dung, Ar.
ShortDef
dung
Debugging
Headword:
σκῶρ
Headword (normalized):
σκῶρ
Headword (normalized/stripped):
σκωρ
IDX:
29882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29917
Key:
skw=r
Data
{'content': 'σκῶρ\n dung, Ar.', 'key': 'skw=r'}