Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
σμῆγμα
View word page
σκώπτω
σκώπτω to hoot, mock, jeer, scoff at, τινά Ar.; also, σκ. εἰς τὰ ῥάκια to jest at his rags, Ar.; εἴς τινα Aeschin. in good sense, to joke with, τινά Hdt. absol. to jest, joke, be funny, Ar., Xen., etc.

ShortDef

to hoot, mock, jeer, scoff at

Debugging

Headword:
σκώπτω
Headword (normalized):
σκώπτω
Headword (normalized/stripped):
σκωπτω
IDX:
29880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29915
Key:
skw/ptw

Data

{'content': 'σκώπτω\n to hoot, mock, jeer, scoff at, τινά Ar.; also, σκ. εἰς τὰ ῥάκια to jest at his rags, Ar.; εἴς τινα Aeschin.\n in good sense, to joke with, τινά Hdt.\n absol. to jest, joke, be funny, Ar., Xen., etc.', 'key': 'skw/ptw'}