Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
σμερδνός
View word page
σκωπτόλης
σκωπτόλης σκωπτόλης, ου, ὁ, from σκώπτω a mocker, jester, Ar.

ShortDef

a mocker, jester

Debugging

Headword:
σκωπτόλης
Headword (normalized):
σκωπτόλης
Headword (normalized/stripped):
σκωπτολης
IDX:
29879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29914
Key:
skwpto/lhs

Data

{'content': 'σκωπτόλης\n σκωπτόλης, ου, ὁ,\n from σκώπτω\n a mocker, jester, Ar.', 'key': 'skwpto/lhs'}