Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
σμάω
σμερδαλέος
View word page
σκωπτικός
σκωπτικός σκωπτικός, ή, όν from σκώπτω mocking, jesting, Plut., Luc.

ShortDef

mocking, jesting

Debugging

Headword:
σκωπτικός
Headword (normalized):
σκωπτικός
Headword (normalized/stripped):
σκωπτικος
IDX:
29878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29913
Key:
skwptiko/s

Data

{'content': 'σκωπτικός\n σκωπτικός, ή, όν\n from σκώπτω\n mocking, jesting, Plut., Luc.', 'key': 'skwptiko/s'}