Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
σμαραγέω
View word page
σκῶμμα
σκῶμμα σκῶμμα, ατος, τό, σκώπτω a jest, joke, gibe, scoff, Ar.; ἐν σκώμματος μέρει by way of a joke, Aeschin.; σκ. παρὰ γράμμα a pun, Arist.
ShortDef
a jest, joke, gibe, scoff
Debugging
Headword:
σκῶμμα
Headword (normalized):
σκῶμμα
Headword (normalized/stripped):
σκωμμα
IDX:
29876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29911
Key:
skw=mma
Data
{'content': 'σκῶμμα\n σκῶμμα, ατος, τό,\n σκώπτω\n a jest, joke, gibe, scoff, Ar.; ἐν σκώμματος μέρει by way of a joke, Aeschin.; σκ. παρὰ γράμμα a pun, Arist.', 'key': 'skw=mma'}