Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκυτοδέψης
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
σμάραγδος
View word page
σκῶλος
σκῶλος σκῶλος, ὁ, like σκόλοψ, a pointed stake, Il.
ShortDef
a pointed stake
Debugging
Headword:
σκῶλος
Headword (normalized):
σκῶλος
Headword (normalized/stripped):
σκωλος
IDX:
29875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29910
Key:
skw=los1
Data
{'content': 'σκῶλος\n σκῶλος, ὁ,\n like σκόλοψ, a pointed stake, Il.', 'key': 'skw=los1'}