Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκύτινος
σκυτοδέψης
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
σμαράγδινος
View word page
σκώληξ
σκώληξ σκώληξ, ηκος, a worm, Lat. lumbricus, Il. of the grubs, of insects, Ar., etc. deriv. uncertain
ShortDef
a worm
Debugging
Headword:
σκώληξ
Headword (normalized):
σκώληξ
Headword (normalized/stripped):
σκωληξ
IDX:
29874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29909
Key:
skw/lhc
Data
{'content': 'σκώληξ\n σκώληξ, ηκος,\n a worm, Lat. lumbricus, Il.\n of the grubs, of insects, Ar., etc.\n deriv. uncertain', 'key': 'skw/lhc'}